- λαφυραγώγηση
- η (Μ λαφυραγώγησις) [λαφυραγωγώ]αποκόμιση λαφύρων, λαφυραγωγία (διαρπαγή πολεμικής λείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαφυραγώγηση — λαφυραγώγηση, η και λαφυραγωγία, η λεηλασία, αρπαγή: Η λαφυραγώγηση μετά το τέλος της μάχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντισκύλευσις — ἀντισκύλευσις, η (Μ) αμοιβαία λαφυραγώγηση … Dictionary of Greek
λαφυρία — λαφυρία, ἡ (Α) [λαφυρώ] λαφυραγώγηση, λαφυραγωγία … Dictionary of Greek
λαφυραγωγία — η (AM λαφυραγωγία) [λαρυραγωγώ] αρπαγή λαφύρων, λαφυραγώγηση αρχ. λάφυρο, λεία … Dictionary of Greek
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
λεηλασία — η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) [λεηλατώ] αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek
λαφυραγωγία — η λαφυραγώγηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)